Πέρασαν χρόνια και χρόνια.. Οι περισσότεροι ξέχασαν.. Οι πιο πολλοί αγνοούν.. Μα εκείνοι, οι συγγενείς τους, τα παιδιά τους, οι απόγονοί τους, όλοι όσοι εκδιώχθηκαν με τον χειρότερο τρόπο, δεν ξέχασαν, δεν ξεχνούν! Πρόκειται ακόμη μια μαύρη σελίδα του Ελληνισμού, όπου ο Έλληνας διώχθηκε από το σπίτι του, από τη γη του, που λιντσαρίστηκε, βιάστηκε.. Που του βεβήλωσαν τους τάφους των προγόνων του. Του κατέστρεψαν τους ναούς της πίστης του… Του εξαφάνισαν την περιουσία του, τους κόπους του. Που ακόμη ένα καλοστημένο σχέδιο οδήγησε στην καταστροφή ενός σπουδαίου μέρους του Ελληνισμού!!!
Ήταν σαν σήμερα, 6 και 7 Σεπτεμβρίου 1955 όταν έλαβαν χώρα τα Σεπτεμβριανά!
• 4.214 διαμερίσματα
• 1.004 καταστήματα
• 73 εκκλησίες
• 1 συναγωγή
• 2 μοναστήρια
• 26 σχολεία
• 5.317 εγκαταστάσεις όπως εργοστάσια, αποθήκες και μπαρ.
Σεπτεμβριανά, (6 και 7 Σεπτεμβρίου 1955)
Ακόμη και στις μέρες μας, παρά τα ιστορικά αποδεικτικά στοιχεία που καθιστούν την τότε κυβέρνηση Μεντερές συνυπεύθυνη για τις εγκληματικές ενέργειες του εξαγριωμένου πλήθους, η επίσημη τουρκική ιστοριογραφία αρνείται τον χαρακτηρισμό ”Πογκρόμ”. Ωστόσο μεγάλο τμήμα της τουρκικής κοινωνίας επικαλούμενο την τραγικότητα των επεισοδίων αισθάνεται ντροπή και ενοχές για όσα συνέβησαν. Σε αυτή τη διάθεση εθνική αυτοκριτικής και ευαισθητοποίησης, σημαντική επιρροή εμφάνισαν οι διάφορες εκθέσεις φωτογραφικού υλικού, βιβλία και κινηματογραφικές ταινίες που παρουσιάζουν τα γεγονότα.
Τη νύχτα της 5ης Σεπτεμβρίου 1955, μια βόμβα εξερράγη στην αυλή της κατοικίας του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. Το συμβάν σε συνδυασμό με την τεταμένη κατάσταση που επικρατούσε στην Κύπρο και τις ανησυχίες της τουρκικής κοινωνίας για επιθέσεις Ελληνοκυπρίων εναντίον Τουρκοκυπρίων (όπως δημοσίευσε η εφημερίδα Hürriyet), πυροδότησαν το μίσος του όχλου για τους μη μουσουλμάνους συμπολίτες τους. Το επόμενο απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου τα γεγονότα έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την πρωτεύουσα Άγκυρα.
Συνολικά περίπου 100.000 άτομα συμμετείχαν στις επιθέσεις καταστρέφοντας και λεηλατώντας καταστήματα, κατοικίες, σχολεία, λατρευτικούς ναούς και κοιμητήρια μη μουσουλμάνων. Μικρές ομάδες 20 – 30 ατόμων, με υποκινητές και αρχηγούς, εξορμούσαν σε συνοικίες και κεντρικές οδούς προκαλώντας τις ζημιές. Παρά τον προσχεδιαζόμενο χαρακτήρα των επιθέσεων (αφού τα καταστήματα, οι κατοικίες και οι αποθήκες είχαν σημειωθεί από την προηγούμενη νύχτα με κόκκινο σταυρό ή τα γράμματα GRM από το gayrimüslim Rum (Μη μουσουλμάνος Έλληνας) ή με σβάστικες τα καταστήματα και οι κατοικίες των Εβραίων), ο όχλος των ταραξιών προσπαθούσε να παρασύρει και απλούς διερχόμενους πεζούς στα επεισόδια. Χαρακτηριστικά, ο Αρμένιος Γκομπελιάν αναφέρει πως οι νεαροί διαδηλωτές εισέβαλαν σε καφενεία και παρότρυναν τους θαμώνες να λάβουν μέρος στις επιθέσεις, λέγοντάς τους – Τι σόι Τούρκοι είστε εσείς; Όλος ο λαός έχει ξεσηκωθεί και σεις εδώ κάθεστε και παίζετε χαρτιά; Το μαινόμενο πλήθος ήταν εξοπλισμένο με λοστούς, πέτρες, σανίδες, φτυάρια, πριόνια και συσκευές οξυγονοκόλλησης. Για τη μεταφορά του κόσμου και των συνεργών τους είχε επιστρατευθεί ένα ολόκληρο δίκτυο οχημάτων, όπως φορτηγά, λεωφορεία, ταξί, τραμ, ιδιωτικά αμάξια και στρατιωτικά οχήματα. Από την ακόλουθη δημοσίευση στην εφημερίδα Milliyet στις 07 – 09 – 1955, δηλώνεται η ζοφερή κατάσταση που επικρατούσε στη διάρκεια των επεισοδίων. ”Προπαντός, οι δρόμοι μεταξύ του Γαλατά Σαράι και του Τουνέλ ήταν πλήρως καλυμμένοι με κουρέλια και κομμάτια από γούνες. Στους δρόμους ήταν πεταμένα ψυγεία, ηλεκτρικές σκούπες, γλυκά, καραμέλες, τόπια με ύφασμα, πουκάμισα, γραβάτες, και τα υπολείμματα ενός μανάβικου. Πίσω από τα τραμ, αυτοκίνητα και λεωφορεία είχαν δέσει με σπάγκους ψυγεία, ραπτομηχανές και γραφομηχανές και τα έσερναν στους δρόμους. Όλα τα αντικείμενα στα μαγαζιά καταστρέφονταν το ένα μετά το άλλο”. Ο Αναστάσιος Ιορδάνογλου μεταφέρει την εικόνα που αντίκρισε στο κατεστραμμένο σπίτι της γιαγιάς του. ”Όταν πήγα στο σπίτι της γιαγιάς, δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου. Πόρτες και παράθυρα δεν υπήρχαν πια. Ψυγεία, ράφια και καθρέφτες είχαν γίνει κομμάτια και βρίσκονταν πεταμένα έξω από το σπίτι. Είχαν σκίσει τα στρώματα και τα παπλώματα και είχαν σκορπίσει παντού το βαμβάκι. Είχαν κουρελιάσει ρούχα, παπούτσια, κουβέρτες και χαλιά και όλα τα πιατικά είχαν θρυμματιστεί σε χιλιάδες κομμάτια. Είχαν διαλύσει το σκελετό των κρεβατιών και είχαν τσακίσει με τσεκούρι τους πολυέλαιους, το σκρίνιο, τα τραπέζια, τις καρέκλες και τις πολυθρόνες. Πάνω στο πάτωμα υπήρχε μια άμορφη μάζα από ξύλο, κάρβουνο και γυαλί, μαζί με αλάτι, ζάχαρη, λάδι και αβγά. Η σόμπα ήταν επίσης κομματιασμένη και μ’ ένα ψαλίδι είχαν αχρηστεύσει ότι περιείχαν κάποιες βαλίτσες”.
Οι καταστροφές εξαπλώθηκαν σε ελληνορθόδοξους ναούς όπως της Αγίας Τριάδας στην πλατεία Ταξίμ, που κάηκε ολοσχερώς αλλά και στα κοιμητήρια του Σισλί (Şişli) και Μπαλικλί (Balıklı) που οι ταραξίες κομμάτιασαν ταφόπλακες, άνοιξαν τάφους και έκαψαν σκελετούς. Κατά τη διάρκεια των επεισοδίων οι δυνάμεις ασφαλείας όχι μόνο ήταν απαθείς αλλά ενίσχυσαν το έργο των ταραξιών. Λίγη ώρα πριν ξεκινήσουν τα τραγικά γεγονότα η αστυνομία συγκέντρωσε αυξημένες δυνάμεις ασφαλείας γύρω από χώρους διεθνούς ενδιαφέροντος όπως το ξενοδοχείο Χίλτον. Ωστόσο μαρτυρίες αναφέρουν πως οι αστυνομικοί είχαν λάβει εντολές να μην παρεμποδίζουν τις καταστροφές. Χαρακτηριστικά, ένας αστυνομικός διοικητής αρνήθηκε να βοηθήσει τον Αλβανό γείτονά του με τη δικαιολογία ότι στις παρούσες συνθήκες δεν ήταν αστυνομικός αλλά Τούρκος! Όσοι από τους αστυνομικούς δεν είχαν λάβει εντολές δεν παρέμειναν αδρανείς και παθητικοί. Όπως ο αστυφύλακας στο νησί της Πριγκήπου που συγκράτησε σαράντα άτομα οι οποίοι ήθελαν να κάψουν ένα ελληνικό σχολείο.
Σε πολλές περιπτώσεις, άμεση ήταν η υπεράσπιση της περιουσίας των μη μουσουλμάνων από φίλους και γείτονες μουσουλμάνους. Αντάλλαξαν τις κατοικίες τους ώστε ο όχλος να συναντήσει μουσουλμάνους στα σημαδεμένα σπίτια και να μην προβεί σε δολιοφθορές και μουσουλμάνοι θυρωροί είπαν ψέματα πως δεν υπάρχουν διαμερίσματα μη μουσουλμάνων στις πολυκατοικίες. Στο νησί της Χάλκης μια γυναίκα μέλος της τοπικής οργάνωσης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CHP) φώναξε στο πλήθος να μην πειράξουν κανένα σπίτι στον δρόμο της και κείνοι παραιτήθηκαν ενώ ο κύριος Σουκρού στο Τόπχανέ έκρυψε τους Έλληνες γείτονές του στο σπίτι του και πυροβολώντας στον αέρα έδιωξε τους ταραξίες. Σε άλλες περιπτώσεις οι ίδιοι οι μη μουσουλμάνοι έλαβαν δράση για να υπερασπισθούν την περιουσία τους όπως ένας Εβραίος έμπορος που ξήλωσε την ταμπέλα γειτονικού τουρκικού μαγαζιού και την αντάλλαξε με τη δική του. Το δικό του σώθηκε και του Τούρκου καταστράφηκε.
Στον αντίποδα, οι κακοί γείτονες διευκόλυναν το έργο του όχλου καρφώνοντας τις περιουσίες των μη μουσουλμάνων και συμμετέχοντας στις ζημιές.
Απονομή Δικαιοσύνης
Η κυβέρνηση κήρυξε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και επέβαλε στρατιωτικό νόμο στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Άγκυρα. Ο Υπουργός Εσωτερικών Ναμίκ Γκεντίκ (Namik Gedik) παραιτήθηκε και η κυβέρνηση καθαίρεσε τον αρχηγό της τουρκικής αστυνομικής ασφαλείας, τον κυβερνήτη και διοικητή της Σμύρνης, τον αρχηγό της αστυνομίας της Κωνσταντινούπολης και τρεις στρατηγούς. Στη συνεδρίαση της ολομέλειας όλοι οι ομιλητές καταδίκασαν τα γεγονότα χαρακτηρίζοντας τα ως ”εθνική καταστροφή” που θα επηρέαζε καταλυτικά το κύρος της Τουρκίας ως κράτος δικαίου. Ξένοι παρατηρητές έκριναν πως η τουρκική κυβέρνηση φοβήθηκε τις αποκαλύψεις που θα μπορούσαν να αποβούν εις βάρος του τουρκικού κράτους. Αρχικώς, η κυβέρνηση Μεντερές με δριμεία δήλωσή της είχε καταστήσει υπεύθυνους για τα έκτροπα τους κομμουνιστές. Η κατηγορία αυτή φαντάζει αστεία και άστοχη αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι μυστικές υπηρεσίες παρακολουθούσαν ασφυκτικά τη δράση των κομμουνιστών με αποτέλεσμα να φαίνεται εκ των πραγμάτων αδύνατη η δυνατότητα οργάνωσης των επεισοδίων από τους αριστερούς. Στον ίδιο βαθμό επιπολαιότητας, η λίστα της αστυνομίας με τους υπόπτους κομμουνιστές ήταν τόσο αβάσιμη ώστε να περιλαμβάνει ονόματα αποθανόντων και ατόμων που εκτελούσαν χρέη στρατιωτικής θητείας. Στην Κωνσταντινούπολη συνελήφθησαν 5.104 άτομα, στη Σμύρνη 424 και στην Άγκυρα 171. Οι κατηγορίες αφορούσαν την καταστροφή ξένης περιουσίας, κλοπή, λεηλασία, εμπρησμό, επιθέσεις σε θρησκευτικά κέντρα, συλλαλητήρια εναντίον ξένων κρατών (Μεταξύ όλων, οι διαδηλωτές κατέστρεψαν και τη Πρεσβεία της Σουηδίας), βλάβη εθνικών συμφερόντων, κομμουνιστική προπαγάνδα, ανθρωποκτονία δολιοφθορά, βιασμούς, προσβολή της κυβέρνησης, προσβολή του στρατού και αντίσταση κατά της Αρχής. Ως τα τέλη του 1956 καταδικάστηκαν 228 άτομα.
Ο πρωθυπουργός Αντνάν Μεντερές.
Την επαύριον των επεισοδίων συνελήφθησαν 87 μέλη του προεδρείου του εθνικιστικού συλλόγου ”Η Κύπρος είναι τουρκική” (Στην παρούσα δημοσίευση θα μεταφέρουμε τον σύλλογο με τα αρχικά της τουρκικής ονομασίας του, KTC, Kıbrıs Türktür Cemiyeti) με την κατηγορία του σχεδιασμού και υποκίνησης των γεγονότων.
Η KTC ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1954 με παρότρυνση των τουρκικών φοιτητικών συλλόγων, της εθνικής ομοσπονδίας Τούρκων φοιτητών και της τουρκικής εθνικής φοιτητικής ένωσης. Σκοπός του συλλόγου ήταν η ένωση της Κύπρου με την Τουρκία, η υπεράσπιση της τουρκικής μειονότητας της Κύπρου ενώπιον του ΟΗΕ και άλλων οργανισμών και η διοργάνωση πράξεων διαμαρτυρίας σε όλη την Τουρκία.
Η πλειοψηφία των μελών του προεδρείου και του συλλόγου συνεργάζονταν στενά με μεμονωμένα μέλη της κυβέρνησης, κρατικές οργανώσεις και άλλα κρατικά όργανα όπως τις μυστικές υπηρεσίες.
Οι δραστηριότητες του συλλόγου συγχρηματοδοτούνταν σε σημαντικό βαθμό από την κυβέρνηση (εφάπαξ εισφορά 35.000 τουρκικών λιρών και ετήσια εισφορά από την κυβέρνηση ύψους 200.000 τουρκικών λιρών).
Τα πλοκάμια της οργάνωσης ήταν εξαπλωμένα σε πολλές τοπικές οργανώσεις του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος και σε εργατικά σωματεία. Αποτέλεσμα, πολλά μέλη του συλλόγου KTC να διατηρούν πολλαπλές θέσεις. Εκτός από μέλη του KTC λειτουργούσαν και ως μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος και ως σημαντικά στελέχη εργατικών σωματείων.
Ένα μήνα πριν τις ταραχές, στις αρχές Αυγούστου του 1955 παρατηρείται μια ασυνήθιστη εντατικοποίηση των δραστηριοτήτων του συλλόγου KTC. Αν και μέχρι τα μέσα Αυγούστου υπήρχαν μόλις τρεις κλαδικές του συλλόγου στην Κωνσταντινούπολη, ως τα επεισόδια της 6ης Σεπτεμβρίου άνοιξαν τουλάχιστον άλλα δέκα παραρτήματα του συλλόγου. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι κλαδικές αυτές ιδρύθηκαν από ηγετικά στελέχη των τοπικών οργανώσεων του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος και των εργατικών σωματείων. Την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου το σημαντικό μέλος του KTC, Καμίλ Ονάλ (Kamil Önal – αρθρογράφος και πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών) έδωσε επείγουσα παραγγελία σε ένα τυπογραφείο, να τυπώσει 20.000 αφίσες με την επιγραφή ”Η Κύπρος είναι τουρκική”.
Η καθολική εκτέλεση των τραγικών γεγονότων από το σύλλογο KTC επιβεβαιώθηκε και από τη σύλληψη του σημαντικού του στελέχους Σεραφείμ Σαγλάμελ, ο οποίος είχε πάνω του τις λίστες των καταστημάτων και κατοικιών προς καταστροφή. Επίσης άλλα μέλη του προεδρείου του KTC όπως ο Μουσταφά Έρογλου και Ερόλ Ντεμιρτζίογλου εντοπίστηκαν πάνω σε μοτοσυκλέτες, να πηγαινοέρχονται στις συνοικίες που συνέβησαν οι βανδαλισμοί, παροτρύνοντας τον κόσμο να λάβει μέρος στις δολιοφθορές. Επίσης, ένας πράκτορας που η αστυνομική επιθεώρηση είχε βάλει κρυφά στη φυλακή ως συγκρατούμενο των μελών του KTC, ανέφερε πως κατά τη διάρκεια της κράτησής του στο κελί, το επιφανές στέλεχος του KTC, Χικμέτ Μπιλ, αποκάλυπτε ανοιχτά πως για την οργάνωση των επεισοδίων είχε λάβει χρήματα και οδηγίες από τον πρωθυπουργό Αντνάν Μεντερές.
Ο Αντνάν Μεντερές συλλαμβάνεται και ενώπιον του στρατιωτικού δικαστηρίου.
Τα μέλη του KTC, ναι μεν κατηγορήθηκαν αλλά αθωώθηκαν, προφανώς γιατί τα ηγετικά του στελέχη απείλησαν ότι αν τους καταδίκαζαν θα αποκάλυπταν την ευθύνη των μελών της κυβέρνησης.
Από αριστερά, Μεντερές, Πολατκάν και Ζορλού στην αγχόνη.
Με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1960, ο πρωθυπουργός Αντνάν Μεντερές, ο Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας Τζεμάλ Μπαγιάρ και οι υπουργοί Ζορλού, Κιοπρουλού και Πολατκάν συνελήφθησαν και εκδικάστηκαν από στρατιωτικό δικαστήριο σχετικά με τις ευθύνες τους για τα Σεπτεμβριανά του 1955.
Κατηγορήθηκαν για παραβίαση των συνταγματικώς κατοχυρωμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων των μη μουσουλμάνων (ως υπηκόων του τουρκικού κράτους) καθώς και για υποκίνηση Τούρκων πολιτών σε διαδηλώσεις και πράξεις βίας.
Ο κυβερνήτης της Σμύρνης, ο κυβερνήτης της Κωνσταντινούπολης και ο αρχηγός της αστυνομίας κατηγορήθηκαν ότι δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα για να διακόψουν τις δολιοφθορές.
Ο γενικός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, Μεχμέτ Αλί Μπαλίν, ο αναπληρωματικός πρόξενος, Μεχμέτ Αλί Τεκινάλπ, ο φοιτητής νομικής με καταγωγή από τη Κομοτηνή, Οκτάυ Ενγκίν και ο θυρωρός του προξενείου, Χασάν Ουτσάρ, κατηγορήθηκαν ότι είχαν προμηθεύσει τη βόμβα και ότι είχαν προκαλέσει την έκρηξη.
Οι Μπαγιάρ, Μεντερές, Πολατκάν και Ζορλού κηρύχθηκαν ένοχοι. Οι Μεντερές, Πολατκάν και Ζορλού καταδικάστηκαν σε θάνατο δια απαγχονισμού.
Το 2011 έκανα μια έρευνα σχετικά με τα Σεπτεμβριανά έχοντας ως βασικό εργαλείο το βιβλίο του Rıfat N. Bali, «6-7 Eylül Olayları 1955, Tanıklar – Hatıralar» (6 – 7 Σεπτεμβριανά 1955, Μαρτυρίες – Αναμνήσεις». Το βιβλίο το μελέτησα στα τούρκικα και με βοήθησε πολύ ώστε να μάθω κάπου 10 συνώνυμα για κάθε μια από τις λέξεις «Πλιάτσικο, λεηλασία, ταραχές, εκτοπισμός, καταστροφή, τραγωδία». Ο Bali συγκέντρωσε 144 αυτούσιες μαρτυρίες Τούρκων, Ρωμιών και Ευρωπαίων που τις μέρες εκείνες έζησαν τα γεγονότα από κοντά. Από τις 144 διαφορετικές περιπτώσεις μόλις 3 δικαιολογούσαν την οργή κατά των Ρωμιών λόγω των γεγονότων της Κύπρου. Οι υπόλοιπες 141 μαρτυρίες αναφέρονται στη μεγάλη αυτή αδικία που έζησαν οι Ρωμιοί με περίσσεια ευαισθησία.
Οι Κιοπρουλού, Μπαλίν, Τεκινάλπ και Ενγκίν κηρύχθηκαν αθώοι (Το ελληνικό κράτος έχει απαγορέψει την είσοδο στη χώρα στον Οκτάυ Ενγκίν).
Πριν τα Σεπτεμβριανά, το εθνικιστικό κράτος της Τουρκίας εκλαμβάνει τους Έλληνες της Πόλης (αλλιώς Ρωμιούς) ως νοσταλγούς του Βυζαντίου που μέσω του Πατριαρχείου προσπαθούν να νεκραναστήσουν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Γελοίες ψυχώσεις. Εκτός αυτού, το κεμαλικό κράτος προσεγγίζει τους Ρωμιούς ως πράκτορες της Ελλάδας.
Κι όμως, οι Ρωμιοί υπήρξαν ένα διαχρονικό και πολύ δυναμικό πληθυσμιακό κεφάλαιο στο ετερόκλητο συνονθύλευμα της Κωνσταντινούπολης.
Τα Σεπτεμβριανά του ’55 εμβολίασαν τους μη μουσουλμάνους με μια ισχυρή δόση ψυχολογικού σοκ. Οι Ρωμιοί αισθάνθηκαν παρίες στην ίδια τους τη γενέτειρα και η φυγή υπήρξε μονόδρομος. Οι απελάσεις του 1964 και 1971 αποτέλειωσαν σαν ταφόπλακα τον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης.
by constantinoupoli.com