Ο Νικόλαος Καλτσάς υπηρέτησε στο τιμόνι του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στην Αθήνα είκοσι ολόκληρα χρόνια, καθώς τοποθετήθηκε το 1992 στη συλλογή γλυπτών του Μουσείου, ενώ ανέλαβε διευθυντής το 2001 μέχρι το 2012 και συνδέθηκε με το μεγάλο έργο ανακαίνισής του.

        Διαθέτοντας την εμπειρία της ανακαίνισης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στην Αθήνα, ενός από τα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου στον τομέα της αρχαίας τέχνης, κρίθηκε ως ο πλέον κατάλληλος για να συμβάλλει στην οργάνωση και του μεγάλου Αιγυπτιακού Μουσείου Καΐρου  που σήμερα βρίσκεται σε φάση κατασκευής και θεωρείται ότι θα είναι το μεγαλύτερο μουσείο του κόσμου. Την τιμητική αυτή πρόσκληση – πρόκληση δέχτηκε ο Νικόλαος Καλτσάς, αρχαιολόγος από τη Ροδόπη, επί σειρά ετών διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών.           

Image

        Τελείωσε το σχολείο στο χωριό του το γυμνάσιο στον Ίασμο και το Λύκειο στην Κομοτηνή και πέτυχε την εισαγωγή του στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στο αρχαιολογικό τμήμα. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του με επιτυχία και στη συνέχεια έδωσε εξετάσεις στην αρχαιολογική υπηρεσία. Διορίζεται επιμελητής αρχαιοτήτων στην αρχαία Ολυμπία, οπότε αναγκαστικά κόβει τους δεσμούς από τη Βόρεια Ελλάδα, αφού λόγω απόστασης και λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, δε μπορούσε να την επισκέπτεται συχνά. Ακολουθεί η μετάθεσή του στην Αθήνα το 1984, όπου ζει και δραστηριοποιείται μέχρι σήμερα που συνταξιοδοτήθηκε πριν λίγους μήνες.

     Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών ανέλαβε τη διεύθυνση από το 2001 οπότε και δρομολόγησε ένα από τα πλέον σημαντικά έργα στη σύγχρονη ιστορία του. Πρόκειται για την ανακαίνισή του η οποία ξεκίνησε από το 2002, ενόψει των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 και ολοκληρώθηκε πλήρως το 2009. Συνολικά, ο κ. Καλτσάς υπηρέτησε στο Εθνικό αρχαιολογικό μουσείο είκοσι ολόκληρα χρόνια, καθώς τοποθετήθηκε το 1992 στη συλλογή γλυπτών του μουσείου.
         Ο Νικόλαος Καλτσάς παίρνει την απόφαση να συνταξιοδοτηθεί από τη θέση του διευθυντή του Εθνικού αρχαιολογικού μουσείου Αθηνών την περασμένη χρονιά, απόφαση την οποία έλαβε γιατί ήθελε να ασχοληθώ με την επιστήμη της αρχαιολογίας γιατί σύμφωνα με τον ίδιο «όταν κάποιος διοικεί ένα πολύ μεγάλο μουσείο δε του μένει χρόνο να ασχοληθεί με την αρχαιολογική έρευνα, αφιερώνει τον περισσότερο χρόνο στη διοίκηση». Έτσι ασχολήθηκε με την ανασκαφική έρευνα στα βουνά της Ναυπάκτου, στην αρχαία Αιτωλία, μία περιοχή με μακρά ιστορία. 

Η ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

       Κατά τη διάρκεια της ενασχόλησής του με την ανασκαφή στην αρχαία Αιτωλία δέχεται μία απρόσμενη πρόταση. «Μου πρότειναν να ασχοληθώ με το καινούργιο μουσείο που χτίζεται στο Κάιρο, το Μεγάλο Αιγυπτιακό Μουσείο. Δε σας κρύβω ότι το σκέφτηκα πάρα πολύ παρόλο που η πρόταση είναι πολύ θελκτική, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και κυρίως πολύ τιμητική για μένα να οργανώσω και να ασχοληθώ με αυτό το μουσείο. Θα υπάρξουν δυσκολίες, καθώς όταν κάποιος δεν είναι 20 ή 30 χρονών δεν είναι εύκολο να κατοικήσει σε μία άλλη χώρα, όπως η Αίγυπτος. Όμως η πρόκληση ήταν τόσο μεγάλη που δε μπόρεσα να αντισταθώ και δε μπόρεσα να πω όχι. Αποδέχτηκε με τη προϋπόθεση ότι θα πάω δοκιμαστικά, θα δω πως είναι τα πράγματα, πως είναι η ζωή και θα αποφασίσω. Η προοπτική να μείνω στην Αίγυπτο με βάση την πρόσκληση είναι για τουλάχιστον 3 χρόνια», είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο κ. Καλτσάς ο οποίος ετοιμάζεται τις βαλίτσες του για Αίγυπτο αφού αναχωρεί εντός των επόμενων ημερών.

Image
      Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2015 θα γίνουν τα εγκαίνια του μεγάλου Αιγυπτιακού Μουσείου, το οποίο θα στεγάσει περισσότερα από 100.000 έργα τέχνης και μνημεία από τη φαραωνική εποχή. Θεωρείται ότι θα είναι το μεγαλύτερο μουσείο του κόσμου. Οι εργασίες για το τρίτο και τελικό στάδιο έχουν ξεκινήσει και θα διαρκέσουν έως και τρεισήμισι χρόνια και θα κοστίσουν 300 εκατομμύρια δολάρια, όπως δήλωσε ο Αιγύπτιος υπουργός. Το μουσείο το οποίο κατασκευάζεται στα περίχωρα της αιγυπτιακής πρωτεύουσας στην Γκίζα, θα στοιχίσει συνολικά 828 εκατ. δολάρια και θα προσφέρει 20.000 νέες θέσεις εργασίας, σε μια εποχή που η οικονομία, ιδίως στον τομέα του τουρισμού, έχει δεχτεί ένα σημαντικό πλήγμα. Το σημερινό μουσείο εγκαινιάστηκε το 1902.